ξεφορμάρισμα

ξεφορμάρισμα
το [ξεφορμάρω]
1. εξαγωγή από τη φόρμα
2. μεταβολή τού σχήματος ενός αντικειμένου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεφορμάρισμα — το, ατος η αλλαγή της φόρμας, του σχήματος, ή το βγάλσιμο πράγματος από το καλούπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”